- πεφύασιν
- πεφύ̱ᾱσιν , φύωbring forthperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμητός — κοσμητός, ή, όν (Α) [κοσμώ] καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek